- διαγραμμίζω
- διαγράμμισα, διαγραμμίσθηκα, διαγραμμισμένος, χωρίζω με γραμμές για να διαιρέσω κάτι, χαρακώνω: Ο δρόμος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος, γιατί δεν έχουν διαγραμμίσει τις λωρίδες κυκλοφορίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.